Lookup cumulative lexical entry: هم

  1. ἀηδία
    • ἀηδία (noun) Artem. Onirocr.
  2. ἀμεριμνία
    • ἀμεριμνία (noun) Artem. Onirocr. ḏahābu l-hammi
  3. ἀπέρχομαι
    • ἀπέρχομαι (verb) Artem. Onirocr. yahummuhu
  4. βάσανος
    • βάσανος (noun) Artem. Onirocr.
  5. δέος
    • δέος (noun) Artem. Onirocr. wa-l-humūmu
  6. ἐπιβουλή
    • ἐπιβουλή (noun) Artem. Onirocr.
  7. ἐπίβουλος
    • ἐπίβουλος (adj.) Artem. Onirocr.
  8. μέριμνα
    • μέριμνα (noun) Artem. Onirocr. wa-hammun
  9. οὗτος
    • οὗτος (pronoun) Galen An. virt. οὗτοι
  10. στενοχωρία
    • στενοχωρία (noun) Artem. Onirocr. humūmihi
  11. συμφορά
    • συμφορά (noun) Artem. Onirocr. wa-hammun
  12. φροντίζω
    • φροντίζω (verb) Artem. Onirocr.
  13. φροντίς
    • φροντίς (noun) Artem. Onirocr.
    • φροντίς (noun) Artem. Onirocr.
    • φροντίς (noun) Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.