Lookup cumulative lexical entry: هيج
- δυσκίνητος
- δυσκίνητος (verb) Ps.-Arist. Virt. γίνονται δυσκίνητοι = lā yakādu yuhayyiǧunā
- ἐμποιέω
- ἐμποιέω (gerund) Hippocr. Superf. ἐμποιέειν
- ἐπιπικραίνω
- ἐπιπικραίνω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- εὐκίνητος
- εὐκίνητος (adj.) Ps.-Arist. Virt. εὐκίνητοι γίνονται = wašīkan yahīǧu
- ἔχω
- ἔχω (verb) Hippocr. Superf. ed. Lienau : παρέχω ed. Littré
- κινέω
- κινέω (verb) Arist. Cael. ḥarraka wa-hayyaǧa
- κινέω (act. part.) Galen In De off. med. κινούντων
- ὁρμάω
- ὁρμάω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- παρεχω
- παρεχω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- παρορμάω
- παρορμάω (gerund) Arist. Eth. Nic.
παρορμῆσαι τῶν νέων τοὺς ἐλευθερίους ἰσχύειν Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b7 = annahā taqwā ʿalā an tuhayyiǧa … ḏawī l-ḥurriyyati mina l-aḥdāṯi 571.5
- πρακτικός
- πρακτικός (adj.) Arist. Part. anim. bi-hayǧin li-l-našāṭi
The database query could not be executed.