Lookup cumulative lexical entry: وارم
- ὀγκόω
- ὀγκόω (pass. part.) Galen In De off. med. ὠγκωμένος
- φλεγμαίνω
- φλεγμαίνω (act. part.) Galen In De off. med. τὰ φλεγμαίνοντα = al-aʿḍāʾu l-wārimatu
- φλεγμαίνω (act. part.) Galen In De off. med. τὰ φλεγμαίνοντα μόρια = al-aʿḍāʾu l-wārimatu