Lookup cumulative lexical entry: وسّع
- ἀνευρύνω
- ἀνευρύνω (gerund) Hippocr. Superf. ἀνευρύνειν
- δέχομαι
- δέχομαι (verb) Arist. Phys.
- διαπτερόω
- διαπτερόω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- ἱκανός
- ἱκανός (adj.) Artem. Onirocr.
- συνδίδωμι
- συνδίδωμι (verb) Ps.-Plut. Placita