Lookup cumulative lexical entry: وسّع

  1. ἀνευρύνω
    • ἀνευρύνω (gerund) Hippocr. Superf. ἀνευρύνειν
  2. δέχομαι
    • δέχομαι (verb) Arist. Phys.
  3. διαπτερόω
    • διαπτερόω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
  4. ἱκανός
    • ἱκανός (adj.) Artem. Onirocr.
  5. συνδίδωμι
    • συνδίδωμι (verb) Ps.-Plut. Placita
The database query could not be executed.