Lookup cumulative lexical entry: يسرة

  1. εὐώνυμος
    • εὐώνυμος (adj.) Aelian. Tact. ἐπὶ τὰ εὐώνυμα
    • εὐώνυμος (adj.) Artem. Onirocr.
    • εὐώνυμος (adj.) Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.