Lookup cumulative lexical entry: يسرى

  1. ἀριστερός
    • ἀριστερός (adj.) Artem. Onirocr.
    • ἀριστερός (adj.) Artem. Onirocr.
    • ἀριστερός (adj.) Hippocr. Superf.
  2. εὐώνυμος
    • εὐώνυμος (adj.) Aelian. Tact.
    • εὐώνυμος (adj.) Artem. Onirocr.
    • εὐώνυμος (adj.) Artem. Onirocr. wa-l-yusrā
The database query could not be executed.