Lookup cumulative lexical entry: يقيني

  1. ἐπιστημονικός
    • ἐπιστημονικός (adj.) Arist. An. post. συλλογισμὸν ἐπιστημονικόν = al-qiyāsa l-umʾtalafa l-yaqīniyya
The database query could not be executed.