Lookup cumulative lexical entry: ّانحل

  1. ἄθλητος
    • ἄθλητος (adj.) Artem. Onirocr. lā tanḥallu
  2. ἀναλύω
    • ἀναλύω (verb) Arist. Metaph.
    • ἀναλύω (verb) Artem. Onirocr. ἀναλύομαι = unḥila...taṣīru
    • ἀναλύω (verb) Artem. Onirocr. ἀναλύομαι = tunḥalu wa-taṣīru
    • ἀναλύω (verb) Artem. Onirocr. ἀναλύομαι
    • ἀναλύω (verb) Nicom. Arithm. yanḥallu ... rāǧiʿan
    • ἀναλύω (verb) Nicom. Arithm. yanḥallu rāǧiʿan
    • ἀναλύω (pass. part.) Nicom. Arithm. ἀναλυόμενον = tanḥallu rāǧiʿa
    • ἀναλύω (verb) Nicom. Arithm. yanḥallu ilā
    • ἀναλύω (verb) Nicom. Arithm. yanḥallu ilā
    • ἀναλύω (verb) Nicom. Arithm. yanḥallu ... ilāyhī
    • ἀναλύω (verb) Ps.-Plut. Placita ἀναλύομαι
    • ἀναλύω (verb) Ps.-Plut. Placita ἀναλύομαι
    • ἀναλύω (verb) Ps.-Plut. Placita ἀναλύομαι = inḥalla wa-fasada
  3. διαλύω
    • διαλύω (verb) Arist. Cael.
    • διαλύω (verb) Arist. Cael. inḥalla wa-ntaqaḍa
    • διαλύω (verb) Arist. Phys. διαλύεται εἰς τοῦτο = fa-ilayhī yanḥallu
    • διαλύω (verb) Nicom. Arithm. διαλυθείη εἰς = yanḥallu ilā
    • διαλύω (verb) Nicom. Arithm. διαλυθείη εἰς = yanḥallu ilā
  4. διατήκω
    • διατήκω (verb) Arist. Meteor.
  5. διαφορέω
    • διαφορέω (gerund) Galen In De off. med. διαφορεῖσθαι
  6. ἐπιλείπω
    • ἐπιλείπω (verb) Arist. Phys. μὴ ἐπιλείπῃ = haylā yanḥalla
  7. λύομαι
    • λύομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.]
    • λύομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.]
  8. λυτός
    • λυτός (adj.) Arist. Meteor.
  9. λύω
    • λύω (verb) Arist. Meteor. λύομαι
    • λύω (verb) Arist. Phys. λύοιντ' ἂν
    • λύω (gerund) Arist. Phys. τά τε ἀπορούμενα λύεσθαι = ḥattā tanḥalla l-šukūku fīhi
    • λύω (verb) Galen In De off. med.
    • λύω (verb) Hippocr. Aer. λυθῇ
    • λύω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
    • λύω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. λύεται
  10. συντήκω
    • συντήκω (verb) Hippocr. Aer. ξυντήκονται
  11. τελευτάω
    • τελευτάω (act. part.) Hippocr. Nat. hom. τελευτῶν = māta wa-nḥalla
  12. τήκω
    • τήκω (verb) Arist. Meteor. τήκομαι = inḥalla bi-l-nāri
  13. ὑπολείπω
    • ὑπολείπω (verb) Arist. Phys. καὶ οὐχ ὑπολείψει = fa-laysa yanḥallu iḏan
  14. φθείρω
    • φθείρω (verb) Ps.-Plut. Placita φθείρομαι
  15. φθίνω
    • φθίνω (verb) Ps.-Plut. Placita
  16. χαλάω
    • χαλάω (verb) Hippocr. Aer.
The database query could not be executed.