Lookup cumulative lexical entry: ّفص
- ἄψηφος
- ἄψηφος (adj.) Artem. Onirocr. bi-lā faṣṣin
- σφενδόνη
- σφενδόνη (noun) Arist. Phys. τοὺς δακτυλίους ... μὴ ἔχοντας σφενδόνην = fī l-ḫātimi llaḏī laysa lahu mawḍiʿu faṣṣin
- ψηφοπαικτέω
- ψηφοπαικτέω (verb) Artem. Onirocr. yalʿabu...bi-l-fuṣūṣi