Search
8 Results
Greek Lexeme = αναισθητος
Order: Greek Lexeme | Arabic Lexeme | Source
- ἀναίσθητος | حسّ (Galen An. virt.)
- ἀναίσθητος | لا (Galen An. virt.)
- ἀναίσθητος | كذب (Ps.-Plut. Placita)
- ἀναίσθητος | كاد (Ps.-Plut. Placita)
- αναισθητος | حس (Them. In De an.)
- μαλιστα αναισθητος | ابعد (Them. In De an.)
- μαλιστα αναισθητος | حس (Them. In De an.)
- αναισθητος | محسوس (Them. In De an.)