Search
10 Results
Greek Lexeme = αυτοκινητος
Order: Greek Lexeme | Arabic Lexeme | Source
- αὐτοκίνητος | محرّك (Proclus El. theol.)
- αὐτοκίνητος | محرّك (Proclus El. theol.)
- αὐτοκίνητος | محرّك (Proclus El. theol.)
- αὐτοκίνητος | متحرّك (Proclus El. theol.)
- αὐτοκίνητος | محرّك (Ps.-Plut. Placita)
- αὐτοκίνητος | محرّك (Ps.-Plut. Placita)
- αὐτοκίνητος | ذات (Ps.-Plut. Placita)
- αὐτοκίνητος | ذات (Ps.-Plut. Placita)
- αυτοκινητος | ذو (Them. In De an.)
- αυτοκινητος | حركة (Them. In De an.)