Search
40 Results
Greek Lexeme = δεκτικός
Order: Greek Lexeme | Arabic Lexeme | Source
- δεκτικός | قابلة (Alex. An. mant. [Vis.])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. III 3 [Sens.])
- δεκτικός | قابل (Arist. Cat.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Cat.)
- δεκτικός | قبول (Arist. Cat.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Cat.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قبول (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قبول (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قبول (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قبول (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Phys.)
- δεκτικός | قبل (Arist. Phys.)
- ἐπιδεκτικός | مظهر (Nicom. Arithm.)
- δεκτικός | قبول (Porph. Isag.)
- δεκτικός | قابل (Porph. Isag.)
- δεκτικός | قابل (Porph. Isag.)
- δεκτικος | قابل (Them. In De an.)
- δεκτικος | قابل (Them. In De an.)
- δεκτικος | قابل (Them. In De an.)
- δεκτικος | قابل (Them. In De an.)
- δεκτικος | قابل (Them. In De an.)
- δεκτικος | قابل (Them. In De an.)
- ἐπιδεκτικός | موجود (Nicom. Arithm.)
- ἐπιδεκτικός | ل (Nicom. Arithm.)
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قبل (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | صار (Erat. Cub. dupl.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Phys.)