Search
9 Results
Greek Lexeme = διαίτη
Order: Greek Lexeme | Arabic Lexeme | Source
- διαιτητής | تدبّر (Arist. Phys.)
- διαιτητικός | غذاء (Ps.-Arist. Div.)
- διαιτητικός | غذاء (Ps.-Arist. Div.)
- διαιτητικός | غذاء (Ps.-Arist. Div.)
- διαίτη | تدبير (Hippocr. Diaet. acut.)
- διαίτημα | تدبير (Hippocr. Diaet. acut.)
- διαίτημα | تدبير (Hippocr. Humor.)
- διαίτημα | تدبير (Hippocr. Humor.)
- διαίτημα | تدبير (Hippocr. Nat. hom.)