Search
7 Results
Greek Lexeme = διαιρετικός
Order: Greek Lexeme | Arabic Lexeme | Source
- διαιρετικός | قسمة (Porph. Isag.)
- διαιρετικός | قسم (Porph. Isag.)
- διαιρετικός | مقسّم (Porph. Isag.)
- διαιρετικός | تفرقة (Ps.-Plut. Placita)
- διαιρετικός | قسم (Arist. An. post.)
- διαιρετικός | قطّع (Arist. Cael.)
- διαιρετικός | فصّل (Arist. Cael.)