Search
6 Results
Greek Lexeme = διασκέπτομαι
Order: Greek Lexeme | Arabic Lexeme | Source
- διασκέπτομαι | فحص (Artem. Onirocr.)
- διασκέπτομαι | ممتحن (Artem. Onirocr.)
- διασκέπτομαι | نظر (Artem. Onirocr.)
- διασκέπτομαι | نظر (Galen In De off. med.)
- διασκέπτομαι | تخيّر (Galen In De off. med.)
- διασκέπτομαι | في (Artem. Onirocr.)