Search
11 Results
Greek Lexeme = δικανικός
Order: Greek Lexeme | Arabic Lexeme | Source
- δικανικός | خصوميّ (Arist. Eth. Nic.)
- δικανικός | حكم (Arist. Rhet.)
- δικανικός | محاكمة (Arist. Rhet.)
- δικανικός | خصومة (Arist. Rhet.)
- δικανικός | خصوميّ (Arist. Rhet.)
- δικανικός | خصوميّ (Arist. Rhet.)
- δικανικός | تشاجر (Arist. Rhet.)
- δικανικός | تشاجر (Arist. Rhet.)
- δικανικός | تشاجر (Arist. Rhet.)
- δικανικός | مشاجرة (Arist. Rhet.)
- δικανικός | مشاجريّ (Arist. Rhet.)