Search
20 Results
Greek Lexeme = επιθυμητικος
Order: Greek Lexeme | Arabic Lexeme | Source
- ἐπιθυμητικός | شهوانيّ (Arist. Rhet.)
- ἐπιθυμητικός | متشوّق (Arist. Rhet.)
- ἐπιθυμητικός | جزء (Ps.-Arist. Virt.)
- ἐπιθυμητικός | شهوي (Ps.-Arist. Virt.)
- ἐπιθυμητικός | شهوة (Ps.-Arist. Virt.)
- ἐπιθυμητικός | قوّة (Ps.-Arist. Virt.)
- ἐπιθυμητικός | شهواني (Galen An. virt.)
- ἐπιθυμητικός | شهواني (Galen An. virt.)
- ἐπιθυμητικός | شهواني (Galen An. virt.)
- ἐπιθυμητικός | شهواني (Galen An. virt.)
- ἐπιθυμητικός | شهواني (Galen An. virt.)
- ἐπιθυμητικός | شهواني (Galen An. virt.)
- ἐπιθυμητικός | شهواني (Galen An. virt.)
- ἐπιθυμητικός | شهواني (Galen An. virt.)
- ἐπιθυμητικός | شهوة (Ps.-Plut. Placita)
- ἐπιθυμητικός | شهوة (Ps.-Plut. Placita)
- επιθυμητικος | اشتياق (Ps.-Plut. Placita)
- επιθυμητικος | شهوانى (Them. In De an.)
- επιθυμητικος | شهوانى (Them. In De an.)
- ἐπιθυμητικός | شهواني (Ps.-Arist. Virt.)