Search
8 Results
Greek Lexeme = ευδιαιρετος
Order: Greek Lexeme | Arabic Lexeme | Source
- εὐδιαίρετος | سهل (Arist. Phys.)
- εὐδιαίρετος | تفرّق (Arist. Phys.)
- ευδιαιρετος | سريع (Them. In De an.)
- ευδιαιρετος | تفرق (Them. In De an.)
- ευδιαιρετος | سهولة (Them. In De an.)
- ευδιαιρετος | تقسيم (Them. In De an.)
- ευδιαιρετος | سريع (Them. In De an.)
- ευδιαιρετος | تفرق (Them. In De an.)