Search
12 Results
Greek Lexeme = νοητικός
Order: Greek Lexeme | Arabic Lexeme | Source
- νοητικός | علم (Alex. qu. III 3 [Sens.])
- διανοητικός | فكري (Arist. Eth. Nic.)
- διανοητικός | فكري (Arist. Metaph.)
- νοητικός | عقل (Arist. Part. anim.)
- ὁμονοητικός | متّفق (Arist. Phys.)
- διανοητικός | مميّز (Arist. Phys.)
- διανοητικός | قوّة (Nicom. Arithm.)
- διανοητικος | مميزة (Them. In De an.)
- διανοητικός | فكري (Nicom. Arithm.)
- ὁμονοητικός | رأي (Arist. Phys.)
- διανοητικός | ذهني (Plot.)
- διανοητικός | فكري (Plot.)