Search
88 Results
Greek Lexeme = ἑκτικός
Order: Greek Lexeme | Arabic Lexeme | Source
- δεκτικός | قابلة (Alex. An. mant. [Vis.])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. III 3 [Sens.])
- διαλεκτικός | جدل (Arist. An. post.)
- διαλεκτικός | صناعة (Arist. An. post.)
- διαλεκτικός | طريق (Arist. An. post.)
- διαλεκτικός | جدلية (Arist. An. post.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Cat.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Cat.)
- δεκτικός | قبول (Arist. Cat.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Cat.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قبول (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قبول (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قبول (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قبول (Arist. Gener. anim.)
- εὐεκτικός | حمل (Arist. Gener. anim.)
- διαλεκτικός | منطق (Arist. Int.)
- διαλεκτικός | منطق (Arist. Int.)
- διαλεκτικός | منطقي (Arist. Int.)
- διαλεκτικός | منطقي (Arist. Int.)
- διαλεκτικός | منطقي (Arist. Int.)
- διαλεκτικός | منطقي (Arist. Int.)
- διαλεκτικός | صناعة (Arist. Metaph.)
- διαλεκτικός | جدل (Arist. Metaph.)
- διαλεκτικός | علم (Arist. Metaph.)
- διαλεκτικός | منطق (Arist. Metaph.)
- μεθεκτικός | مشترك (Arist. Phys.)
- μεθεκτικός | مشترك (Arist. Phys.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Phys.)
- δεκτικός | قبل (Arist. Phys.)
- διαλεκτικός | ديالقطيقيّ (Arist. Rhet.)
- διαλεκτικός | ديالقطيقيّ (Arist. Rhet.)
- διαλεκτικός | ديالقطيقيّ (Arist. Rhet.)
- διαλεκτικός | كلام (Ps.-Arist. Div.)
- διαλεκτικός | جدلي (Ps.-Arist. Div.)
- διαλεκτικός | نوع (Ps.-Arist. Div.)
- πλεονεκτικός | غشم (Ps.-Arist. Virt.)
- ἑκτικός | ٍمستو (Artem. Onirocr.)
- διαλεκτικός | منطقي (Galen An. virt.)
- περιεκτικός | جميع (Nicom. Arithm.)
- ἐπιδεκτικός | مظهر (Nicom. Arithm.)
- δεκτικός | قبول (Porph. Isag.)
- δεκτικός | قابل (Porph. Isag.)
- δεκτικός | قابل (Porph. Isag.)
- περιεκτικός | حوى (Porph. Isag.)
- περιεκτικός | محدق (Ps.-Plut. Placita)
- περιεκτικός | شيء (Ps.-Plut. Placita)
- περιεκτικός | غاية (Ps.-Plut. Placita)
- ὀρεκτικός | متشوّق (Them. In De an.)
- ὀρεκτικός | متشوّق (Them. In De an.)
- ορεκτικος | شوقى (Them. In De an.)
- ορεκτικος | شوقى (Them. In De an.)
- ορεκτικος | احساس (Them. In De an.)
- ορεκτικος | شوقى (Them. In De an.)
- δεκτικος | قابل (Them. In De an.)
- δεκτικος | قابل (Them. In De an.)
- δεκτικος | قابل (Them. In De an.)
- δεκτικος | قابل (Them. In De an.)
- δεκτικος | قابل (Them. In De an.)
- δεκτικος | قابل (Them. In De an.)
- διαλεκτικός | حخاخي (Ps.-Arist. Div.)
- πλεονεκτικός | استعمل (Ps.-Arist. Virt.)
- ἐπιδεκτικός | موجود (Nicom. Arithm.)
- ἐπιδεκτικός | ل (Nicom. Arithm.)
- εὐεκτικός | صحّ (Arist. Gener. anim.)
- εὐεκτικός | جسد (Arist. Gener. anim.)
- δεκτικός | قابل (Alex. qu. I 2 [Color])
- δεκτικός | قبل (Arist. Gener. anim.)
- εὐεκτικός | لحم (Arist. Gener. anim.)
- εὐεκτικός | كثير (Arist. Gener. anim.)
- διαλεκτικός | جدل (Arist. An. post.)
- διαλεκτικός | جدل (Arist. An. post.)
- δεκτικός | صار (Erat. Cub. dupl.)
- ἐφεκτικός | منع (Diosc. Mat. med.)
- δεκτικός | قابل (Arist. Phys.)
- ἐφεκτικός | سعى (Diosc. Mat. med.)
- εὐεκτικός | قوِيّ (Arist. Eth. Nic.)