Lookup cumulative lexical entry: اثبت
- ἀθρέω
- ἀθρέω (gerund) Arist. Cael. τὸ πιστὸν ἐκ…ἀθρεῖν = aṯbata...min...
- ἀμφισβητέω
- ἀμφισβητέω (act. part.) Arist. Rhet. hend.; raʾā aw aṯbata
- ἀνταποδείκνυμι
- ἀνταποδείκνυμι (verb) Arist. Rhet. sem. etym.; raǧaʿa fa-aṯbata
- γράφω
- γράφω (verb) Galen Med. phil. mā ʾaṯbatuhu fī kutubihi
- δείκνυμι
- δείκνυμι (act. part.) Arist. An. post. οἱ μὲν οὖν...δεικνύντες = fa-llaḏīna yuṯbitūna
- διδάσκω
- διδάσκω (verb) Galen Med. phil.
- ἐπιδεικτικός
- ἐπιδεικτικός (noun) Arist. Rhet. ὁ ἐπιδεικτικός = paraphr.; allaḏī yurī aw yuṯbitu
- ἐπιδεικτικός (noun) Arist. Rhet. οἱ ἐπιδεικτικοί = paraphr.; allaḏīna yurūna aw yuṯbitūna
- ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. οἱ ἐπιδεικτικοί = paraphr.; allaḏīna yurūna aw yuṯbitūna
- συγγραφω