Lookup cumulative lexical entry: احصاء
- διαριθμέω
- διαριθμέω (verb) Arist. Rhet. διαριθμήσασθαι
- εὐαρίθμητος
- εὐαρίθμητος (adj.) Hippocr. Diaet. acut. iḥṣāʾu ʿadadihā yashulu
- ποσαχῶς
- ποσαχῶς (adv.) Arist. Rhet. ἐκ τοῦ ποσαχῶς = min qibali iḥsāʾa l-wuǧūhi