Lookup cumulative lexical entry: احمل
- ἀντικατηγορέω
- ἀντικατηγορέω (verb) Arist. An. post. ἀντικατηγορῆσαι δ' ἀληθῶς οὐκ ἐνδέχεται = wa-amma an yuḥmala baʿḍuhā ʿalā baʿḍin fa-ġayru mumkinin ʿalā ṭarīqi l-ḥaqqi
- ἀντικατηγορέω (pass. part.) Arist. An. post. τῶν ἀντικατηγοροῦμενον = allati tuḥmalu bi-l-tasāwī
- ἀντικατηγορέω (pass. part.) Arist. An. post. τὰ δὲ μὴ ἀντικατηγρούμενα = al-ašyāʾu llatī lā tanʿkisu fa-tuḥmalu
- κατηγορέω
- κατηγορέω (gerund) Arist. An. post. κατηγορεῖται
- κατηγορέω (gerund) Arist. An. post. κατηγορούμενον κατηγορεῖσθαι = maḥmūlun yuḥmalu
- κατηγορέω (gerund) Arist. Int. κατηγορεῖσθαι