Lookup cumulative lexical entry: اختنق
- ἀπάγχω
- ἀπάγχω (pass. part.) Artem. Onirocr. ἀπαγχομένοις
- ἀποπνίγω
- ἀποπνίγω (verb) Artem. Onirocr. ἀποπνίγομαι
- ἀποπνίγω (act. part.) Hippocr. Diaet. acut. ἀποπνίγων
- ἀποπνίγω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ἀποπνιγείη
- νήχω
- νήχω (verb) Artem. Onirocr. νήχομαι
- νήχω (verb) Artem. Onirocr. νήχομαι = yataḍarrabu wa-yaḫtaniqu