Lookup cumulative lexical entry: اخصب
- εὐημερέω
- εὐημερέω (verb) Arist. Gener. anim. τὰ σώματ᾿ εὐημερεῖ μᾶλλον = aḫṣaba l-ǧasadu wa ḫaffa wa ḥasunat ḥālahu
- εὐημερία
- εὐημερία (noun) Arist. Gener. anim.
- εὐτυχία
- εὐτυχία (noun) Arist. Rhet. οἱ ἐν εὐτυχίαις μεγάλαις ὄντες = al-muḫṣibūna l-ḥasanata ḥālihim