Lookup cumulative lexical entry: اخفى
- αμυδρος
- ἀσαφής
- ἀσαφής (adj. comp.) Arist. Phys. ἀσαφέστερος
διόπερ ἀνάγκη τὸν τρόπον τοῦτον προάγειν ἐκ τῶν ἀσαφεστέρων μὲν τῇ φύσει Arist. Phys. I 1, 184a19 = wa-li-ḏālika qad yaǧibu an nasluka hāḏā l-maslaka fa-nataṭarraqa mina l-umūri llatī hiya aḫfā ʿinda l-ṭabīʿati - αφανης
- λανθάνω
- λανθάνω (verb) Arist. Rhet. μάλιστα λεληθυῖα = hend.; aḫfā wa-aġmaḍu
- λανθάνω (verb) Artem. Onirocr.
- λανθάνω (verb) Artem. Onirocr.
- λανθάνω (verb) Artem. Onirocr.