Lookup cumulative lexical entry: ادوم
- πολυχρόνιος
- πολυχρόνιος (adj.) Arist. Rhet. πολυχρονιώτερος = hend.; adwamu wa-abqā
- χρόνιος
- χρόνιος (adj. comp.) Arist. Eth. Nic. χρονιωτέρος = adwamu fī zamānin aṭwala
ἐπεὶ δ' ἡ μὲν οἰκεία ἡδονὴ ἐξακριβοῖ τὰς ἐνεργείας καὶ χρονιωτέρας καὶ βελτίους ποιεῖ Arist. Eth. Nic. X 5, 1175b14 = fa-iḏā l-laḏḏatu l-ḫāṣṣiyyatu taṣtaqṣī l-afʿāla wa-tuṣayyiruhā adwama fī zamānin aṭwala wa-aǧwada 549.5