Lookup cumulative lexical entry: ارى
- ἀποφαίνω
- ἀποφαίνω (verb) Artem. Onirocr. ἀποφαίνομαι
- δείκνυμι
- δείκνυμι (verb) Alex. An. mant. [Lib. arb.]
- δείκνυμι (gerund) Artem. Onirocr. δεικνύειν = wa-yurīhā
- δείκνυμι (gerund) Artem. Onirocr. δεικνύειν
- δείκνυμι (gerund) Hippocr. Nat. hom. δεικνύειν
- δείκνυμι (verb) Ps.-Plut. Placita
- δείκνυμι (verb) Ps.-Plut. Placita
- εἰκός
- εἰκός (noun) Aelian. Tact. tarāhu
- ἔοικα
- ἔοικα (verb) Porph. Isag.
- ἐπιδεικτικός
- ἐπιδεικτικός (noun) Arist. Rhet. ὁ ἐπιδεικτικός = paraphr.; allaḏī yurī aw yuṯbitu
- ἐπιδεικτικός (noun) Arist. Rhet. οἱ ἐπιδεικτικοί = paraphr.; allaḏīna yurūna aw yuṯbitūna
- ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. οἱ ἐπιδεικτικοί = paraphr.; allaḏīna yurūna aw yuṯbitūna
- ὄψις
- ὄψις (noun) Arist. Rhet. περὶ ὄψιν = yurā
- προσποιέομαι
- προσποιέομαι (pass. part.) Arist. Rhet. hend.; yurū aw yuẓhiru
- φαίνομαι
- φαίνομαι (verb) Arist. Rhet. yurā
- φαίνομαι (pass. part.) Arist. Rhet. yurā
- φαίνομαι (verb) Arist. Rhet. turā
- φαίνομαι (verb) Arist. Rhet. yurā
- φαίνομαι (verb) Arist. Rhet. turā
- φανερός
- φανερός (adj.) Arist. Rhet. φανερόν = hend.; turā wa-tūṣafu (em. Lyons)