Lookup cumulative lexical entry: استحى
- αἰδέομαι
- αἰδέομαι (verb) Galen Med. phil.
- αἰσχύνομαι
- αἰσχύνομαι (verb) Arist. Rhet.
- αἰσχύνομαι (verb) Arist. Rhet.
- αἰσχύνομαι (verb) Arist. Rhet.
- ἀναισχυντέω
- ἀναισχυντέω (act. part.) Arist. Rhet. ὁ ἀναισχυντῶν = allaḏī lā yastaḥī
- ἀναισχυντέω (pass. part.) Arist. Rhet. πρὸς τὸν ἀναισχυντούμενον = ʿinda llaḏī lā yustaḥyā minhu
- ἀναίσχυντος
- ἀναίσχυντος (adj.) Arist. Rhet. lā yastaḥyūna
- καταισχύνω
- καταισχύνω (verb) Arist. Rhet.