Lookup cumulative lexical entry: استطلاق
- καθαίρω
- καθαίρω (verb) Hippocr. Aphor. καθαίρομαι
ἐν τῇσι ταραχῇσι τῆς κοιλίης ... ἢν καθαίρωνται ... Hippocr. Aphor. I 2 = mā yustafraġu mina l-badani ʿinda stiṭlāqi l-baṭni 1.5 - ῥύσις
- ῥύσις (noun) Hippocr. Aphor.