Lookup cumulative lexical entry: استقصى
- ἀκρίβεια
- ἀκρίβεια (noun) Arist. Eth. Nic.
δι' ἀκριβείας μὲν οὖν περὶ κινήσεως ἐν ἄλλοις εἴρηται Arist. Eth. Nic. X 4, 1174b2 = qad istaqṣaynā l-qawla fī l-ḥarakati fī aqāwīli ġayri hāḏihī 541.11
- ἀκριβολογέομαι
- διαιρέω
- διαφροντίζω
- ἐξακριβόω
- ἐξακριβόω (verb) Arist. Eth. Nic.
ἐπεὶ δ' ἡ μὲν οἰκεία ἡδονὴ ἐξακριβοῖ τὰς ἐνεργείας καὶ χρονιωτέρας καὶ βελτίους ποιεῖ Arist. Eth. Nic. X 5, 1175b14 = fa-iḏā l-laḏḏatu l-ḫāṣṣiyyatu taṣtaqṣī l-afʿāla wa-tuṣayyiruhā adwama fī zamānin aṭwala wa-aǧwada 549.5
- ἐπισκοπέω
The database query could not be executed.