Lookup cumulative lexical entry: استكمل
- ἐκπληρόω
- ἐκπληρόω (verb) Ps.-Plut. Placita
- ἐπιτελέω
- ἐπιτελέω (gerund) Arist. Phys. ἐπιτελεσθῆναι
- ἐπιτελέω (verb) Arist. Phys. ἐπετελέσθη
- πληρόω
- πληρόω (verb) Ps.-Plut. Placita
- συμπληρόω
- συμπληρόω (verb) Ps.-Plut. Placita
- τέλειος
- τέλειος (adj.) Ps.-Plut. Placita
- τελειότης
- τελειότης (noun) Ps.-Plut. Placita ἄρχεται ... τελειότητος
- τελειοω