Lookup cumulative lexical entry: استنار
- ἀναζωπυρέω
- ἀναζωπυρέω (verb) Ps.-Plut. Placita
- καταυγάζω
- καταυγάζω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita καταυγαζόμενον
- λαμπρός
- λαμπρός (adj.) Ps.-Plut. Placita λαμπρότερος = tastanīru istināratan akṯara
- λάμπω
- λάμπω (verb) Ps.-Plut. Placita
- παραλάμπω
- παραλάμπω (act. part.) Ps.-Plut. Placita
- περιλάμπω
- περιλάμπω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita περιλαμπόμενος
- προσλάμπω
- προσλάμπω (gerund) Ps.-Plut. Placita προσλάμπεσθαι
- πυρόω
- πυρόω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita πεπυρωμένος
- συμφωτίζομαι
- συμφωτίζομαι (pass. part.) Ps.-Plut. Placita ἀστέρες συμφωτιζόμενοι = kawākibu ... yastanīru ...
- φωτίζω
- φωτίζω (verb) Ps.-Plut. Placita φωτίζομαι
- φωτίζω (verb) Ps.-Plut. Placita φωτίζομαι
- φωτίζω (verb) Ps.-Plut. Placita φωτίζομαι
- φωτίζω (act. part.) Ps.-Plut. Placita