Lookup cumulative lexical entry: استنارة
- ἀνταύγεια
- ἀνταύγεια (noun) Ps.-Plut. Placita
- αὐγασμός
- αὐγασμός (noun) Ps.-Plut. Placita
- διαυγάζω
- διαυγάζω (verb) Ps.-Plut. Placita yuḥdaṯu l-stināratu
- διαυγασμός
- διαυγασμός (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἔλλαμψις
- ἔλλαμψις (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἔξαψις
- ἔξαψις (noun) Ps.-Plut. Placita
- στιλβηδών
- στιλβηδών (noun) Ps.-Plut. Placita
- συναυγασμός
- συναυγασμός (noun) Ps.-Plut. Placita
- συναυγασμός (noun) Ps.-Plut. Placita κατὰ συναυγασμόν = ʿalā sabīli ttiṣāli l-nūri wa-stinārati kulli wāḥidin bi-l-āḫari
- φωτίζω
- φωτίζω (gerund) Ps.-Plut. Placita φωτίζεσθαι
- φωτισμός
- φωτισμός (noun) Ps.-Plut. Placita