Lookup cumulative lexical entry: اشتمل
- ἅπτω
- ἅπτω (pronoun) Hippocr. Nat. hom. ištamala ʿalā
- ἄτοκος
- ἄτοκος (adj.) Hippocr. Aer. lā yaštamilna
- καταλαμβανω
- περιέχω
- περιέχω (pass. part.) Arist. Phys. τὸ περιεχόμενον ὑπό = allaḏī taštamilu ʿalayhi
- περιέχω (verb) Ps.-Plut. Placita περιέχῃ G(A)BC : ἐμπεριέχῃ E, ed. Diels = ištamala ʿalā
- περιέχω (verb) Ps.-Plut. Placita ištamala ʿalā
- περιλαμβάνω
- περιλαμβάνω (verb) Arist. Phys.
- περιλαμβάνω (verb) Arist. Phys.
- ποιέω
- ποιέω (verb) Arist. Phys. καὶ περὶ ὧν ποιούμεθα τὴν μέθοδον = wa-fī-mā yaštamilu ʿalayhi hāḏā l-ʿilmu llaḏī naḥnu bi-sabīlihī
ἡμεῖς δʼ ἐπισκοποῦμεν περὶ τῶν αἰσθητῶν καὶ περὶ ὧν ποιούμεθα τὴν μέθοδον Arist. Phys. III 5, 204b2 = fa-ammā baḥṯunā llaḏī huwa fī l-maḥsūsāti wa-fī-mā yaštamilu ʿalayhi hāḏā l-ʿilmu llaḏī naḥnu bi-sabīlihī fa-... - συμπεριλαμβάνω
- συμπεριλαμβάνω (verb) Ps.-Plut. Placita ištamala ʿalā