Lookup cumulative lexical entry: اشتياق
- ἀνόρεκτος
- ἀνόρεκτος (adj.) Ps.-Arist. Virt. ἀνόρεκτοι γίνονται = tanṣarifu ʿana l-ištiyāqi
- επιθυμητικος
- επιθυμητικος Ps.-Plut. Placita šahwatun wa-štiyāqun
- ἐφίεμαι
- ἐφίεμαι (verb) Arist. Rhet.
- ὄρεξις
- ὄρεξις (noun) Them. In De an.