Lookup cumulative lexical entry: اصعب
- δεινός
- δεινός (adj. sup.) Hippocr. Nat. hom. δεινότατος
- δύσφορος
- δύσφορος (adj. comp.) Hippocr. Diaet. acut. δυσφορώτερος = iḥtimāluhū... aṣʿabu
- χαλεπός
- χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος = aṣʿabu wa-ašaddu
- χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος
- χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος
- χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος
- χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος
- χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος
- χαλεπός (adj.) Arist. Rhet. χαλεπώτερος = aṣʿabu ašaddu