Lookup cumulative lexical entry: اضعاف
- διπλασιασμός
- διπλασιασμός (noun) Erat. Cub. dupl.
καὶ ἐκαλεῖτο τὸ τοιοῦτον πρόβλημα κύβου διπλασιασμός Erat. Cub. dupl. 88.16 = wa-kānū yusammūna hāḏā l-bāba bāba iḍʿāfi l-mukaʿʿabi 151.12 - πολλαπλάσιος
- πολλαπλάσιος (adj.) Arist. Gener. anim.