Lookup cumulative lexical entry: اعاد
- ἀναλαμβάνω
- ἀναλαμβάνω (verb) Arist. Eth. Nic.
ἀναλαβοῦσι δὴ τὰ προειρημένα συντομώτερος ἂν εἴη ὁ λόγος Arist. Eth. Nic. X 6, 1176a32 = in uʿīda mā taqaddama kāna qawlan wāǧizan 553.8 - γράφω
- γράφω (verb) Artem. Onirocr.