Lookup cumulative lexical entry: اغلط
- λανθάνω
- λανθάνω (verb) Arist. Rhet. ḍallala aw aġlaṭa
- παραλογιστικός
- παραλογιστικός (adj.) Arist. Rhet. hend.; yaḫdaʿu wa-yuġliṭu
- ταράσσω
- ταράσσω (verb) Arist. Phys. ταράσσομαι
- ταράττω
- ταράττω (verb) Arist. Cat.