Lookup cumulative lexical entry: اكثف
- πικνός
- πικνός (adj. comp.) Arist. Cael. πικνότερος
- πυκνός
- πυκνός (adj. comp.) Arist. Phys. πυκνότερος
ἢ τῶν τριῶν τι ἢ ἄλλο ὅ ἐστι πυρὸς μὲν πυκνότερον ἀέρος δὲ λεπτότερον Arist. Phys. I 4, 187a14 = immā aḥada l-ṯalāṯati wa-immā šayʾan āḫara akṯafa mina l-nāri wa-alṭafa mina l-hawāʾi 33.6