Lookup cumulative lexical entry: امتلاء
- πανσέληνος
- πανσέληνος (adj.) Arist. Gener. anim. εἰσὶ περίοδοι σελήνης πανσέλενός τε καὶ φθίσις καὶ τῶν μεταξὺ χρόνων = wa-li-l-qamari ayḍan adwāran miṯla l-mawlidi wa-l-imtilāʾi wa-l-sawābīʿi
- πλεονεξία
- πλεονεξία (noun) Nicom. Arithm.
- πληρόω
- πληρόω (verb) Ps.-Plut. Placita
- πλήρωσις
- πλήρωσις (noun) Ps.-Plut. Placita
- πλήρωσις (noun) Ps.-Plut. Placita
- πλήρωσις (noun) Ps.-Plut. Placita imtilāʾun wa-ziyādatun
- πλησμονή
- πλησμονή (noun) Hippocr. Aphor.