Lookup cumulative lexical entry: انحطاط
- κατάγω
- κατάγω (verb) Artem. Onirocr. yadullu ʿalā inḥiṭāṭin
- καταρρέω
- καταρρέω (act. part.) Hippocr. Nat. hom. καταρρέων
- κατάρροπος
- κατάρροπος (adj.) Hippocr. Humor. tasaffulu nḥiṭāṭin
ἐν καταῤῥόπῳ τῇ νούσῳ Hippocr. Humor. 5.25 = ʿinda tasaffuli nḥiṭāṭi l-maraḍi 11.12 - ταπεινός
- ταπεινός (adj.) Artem. Onirocr.
- ταπεινότης
- ταπεινότης (noun) Ps.-Arist. Virt.
- ὑποκαταβαίνω
- ὑποκαταβαίνω (verb) Hippocr. Aphor.
τοσοῦτον ὑποκαταβαίνειν, ὁκόσον ἂν ἡ νοῦσος μαλθακωτέρη τῶν ἐσχάτων ἔῃ Hippocr. Aphor. I 7 = fa-yanbaġī an yakūna l-inḥiṭātu ʿalā ḥasabi līni l-maraḍi 4.4