Lookup cumulative lexical entry: انفصال

  1. ἀποτομή
  2. διαζεύγνυμι
  3. διαίρεσις
  4. διαιρέω
  5. διακρίνω
  6. διαφέρω
    • διαφέρω (verb) Arist. Eth. Nic.
      ὅσον δὲ διαφέρει τοῦτο τοῦ συνθέτου, τοσοῦτον καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς κατὰ τὴν ἄλλην ἀρετήν Arist. Eth. Nic. X 7, 1177b28 = ʿalā qadri nfiṣāli hāḏā mina l-murakkabi ka-ḏālika nfiṣālu fiʿlihī min fiʿli sāʾiri l-faḍāʾili 561.10
  7. δυσόριστος
  8. εὐόριστος
  9. κρίσις
The database query could not be executed.