Lookup cumulative lexical entry: انفصال
- ἀποτομή
- ἀποτομή (noun) Porph. Isag.
- διαζεύγνυμι
- διαζεύγνυμι (verb) Nicom. Arithm. ʿalā sabīli l-infiṣāli
- διαζεύγνυμι (pass. part.) Nicom. Arithm. κατὰ τὸ διεζευγμένον = ʿalā ǧihati l-infiṣāli
- διαζεύγνυμι (verb) Nicom. Arithm. ʿalā ǧihati l-infiṣāli
- διαίρεσις
- διαίρεσις (noun) Arist. Cael.
- διαιρέω
- διαιρέω (verb) Nicom. Arithm. ʿalā sabīli l-infiṣāli
- διακρίνω
- διακρίνω (gerund) Ps.-Plut. Placita διακριθῆναι
- διαφέρω
- διαφέρω (verb) Arist. Eth. Nic.
ὅσον δὲ διαφέρει τοῦτο τοῦ συνθέτου, τοσοῦτον καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς κατὰ τὴν ἄλλην ἀρετήν Arist. Eth. Nic. X 7, 1177b28 = ʿalā qadri nfiṣāli hāḏā mina l-murakkabi ka-ḏālika nfiṣālu fiʿlihī min fiʿli sāʾiri l-faḍāʾili 561.10 - δυσόριστος
- δυσόριστος (adj.) Arist. Meteor. ʿusratu nfiṣālin
- εὐόριστος
- εὐόριστος (adj.) Arist. Meteor. hīnatu nfiṣālin
- κρίσις
- κρίσις (noun) Hippocr. Aphor. waqtu l-infiṣāli