Lookup cumulative lexical entry: انفعالي
- παθητικός
- παθητικός (adj.) Arist. Cat. παθητικαὶ ποιότητες = kayfīyatun infiʿālīyatun
τρίτον δὲ γένος ποιότητος παθητικαὶ ποιότητες καὶ πάθη Arist. Cat. 9a28 = wa-ǧinsun ṯāliṯun min al-kayfīyati kayfīyatun infiʿālīyatun wa-infiʿālātun BN 170a8 - παθητικός (adj.) Ps.-Plut. Placita