Lookup cumulative lexical entry: تجاوز
- διατείνω
- διατείνω (verb) Artem. Onirocr.
- παραλείπω
- παραλείπω (verb) Nicom. Arithm. taǧāwaznā ḏālika
- προπίπτω
- προπίπτω (act. part.) Nicom. Arithm. προπεπτωκότες καὶ ὑπερβεβηκότες
- ὑπέρ
- ὑπέρ (prep.) Nicom. Arithm. ὑπὲρ δύο = yataǧāwazu...bi-ʿadadayni
- ὑπερβαίνω
- ὑπερβαίνω (act. part.) Nicom. Arithm. ὑπερβαίνοντες = mā yataǧāwazuhu
- ὑπερβαίνω (act. part.) Nicom. Arithm. ὑπερβεβηκότες = allatī yataǧāwazu...fa-yazīdu ʿalayhi
- ὑπερβάλλω
- ὑπερβάλλω (verb) Arist. Cael.
- ὑπερβάλλω (verb) Arist. Phys. ὑπερβαλεῖ = annahū yataǧāwazu
- ὑπερβάλλω (verb) Arist. Phys.
- ὑπερβάλλω (verb) Arist. Phys.
- ὑπερβάλλω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ὑπερεκπίπτω
- ὑπερεκπίπτω (act. part.) Nicom. Arithm. ὑπερεκπίπτοντα