Lookup cumulative lexical entry: تخلص
- ἀπαλλαγή
- ἀπαλλαγή (noun) Artem. Onirocr. taḫalluṣihim
- ἀπάλλαξις
- ἀπάλλαξις (noun) Hippocr. Nat. hom.
- ἀπαλλάσσω
- ἀπαλλάσσω (verb) Artem. Onirocr. qaḍāʾun...wa-taḫalluṣun
- ἀπαλλάσσω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀπαλλάσσω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀπαλλάσσω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ἀπαλλάσσω (verb) Ps.-Arist. Div. ἀπαλλάττει = yaqaʿu l-taḫalluṣa
- ἀπωθέω
- ἀπωθέω (verb) Artem. Onirocr. ἀπωθοῦμαι = yataḫallā wa-yataḫallaṣu
- διαδιδράσκω
- διαδιδράσκω (gerund) Galen In De off. med. διαδράσασθαι = aflatū wa-taḫallaṣū min
- διαφεύγω
- διαφεύγω (act. part.) Hippocr. Diaet. acut. διαφεύγων
- διαφεύγω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- δυσαπάλλακτος
- δυσαπάλλακτος (adj.) Arist. Cat. yaʿsuru l-taḫalluṣu minhā
- δυσαπολύτως
- δυσαπολύτως (adv.) Galen In De off. med. yaʿsuru taḫalluṣuha
- παύω
- παύω (verb) Artem. Onirocr. παύομαι
- ῥύομαι
- ῥύομαι (verb) Hippocr. Humor. fa-tataḫallaṣu
- ῥύομαι (gerund) Hippocr. Humor. ῥύεσθαι = yakūnu bihā l-taḫalluṣa
- ῥύομαι (verb) Hippocr. Humor. fa-yakūnu bihi l-taḫalluṣa
- σώζω
- σώζω (verb) Arist. Rhet. τὸ σώζεσθαι