Lookup cumulative lexical entry: تخلّف
- διαμαρτάνω
- διαμαρτάνω (gerund) Hippocr. Aer. διαμαρτάνειν = yataḫallafu ʿan al-ṣawābi
- ἐγκαταλείπω
- ἐγκαταλείπω (verb) Hippocr. Humor. ἐγκαταλείπωνται = taḫallafa dāḫilan
- ὀψέ
- ὀψέ (adv.) Galen Med. phil.
- πρόσπτωσις
- πρόσπτωσις (noun) Ps.-Plut. Placita