Lookup cumulative lexical entry: تردّد
- ἀναστρέφομαι
- ἀναστρέφομαι (verb) Arist. Rhet.
- περιπατέω
- περιπατέω (verb) Artem. Onirocr. yataraddadu...wa-yamšī
- σειω
- συστρέφω
- συστρέφω (verb) Hippocr. Aer. συστρέφομαι
- συστρέφω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. συστραφῇ = fa-yataraddadu