Lookup cumulative lexical entry: تشكل
- κοσμοποιέω
- κοσμοποιέω (gerund) Ps.-Plut. Placita κοσμοποιεῖσθαι τὰ πάντα = yatašakkalu bihi l-ʿālamu
- μετασχηματίζω
- μετασχηματίζω (verb) Arist. Cael.
- μετασχηματίζω (verb) Arist. Cael.
- σχηματιζω
- σχηματίζω (gerund) Arist. Cael. σχηματίζεσθαι
- σχηματιζω Them. In De an.
- σχηματισμός
- σχηματισμός (noun) Arist. Cael.